- επιλήθω
- ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM)αρχ.1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» — ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.)2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται» — είναι ανόητος όποιος ξεχάσει τους γονιούς του που χάθηκαν τόσο αξιολύπητοι, Σοφ.)3. παραμελώαρχ.1. προσποιούμαι ότι δεν θυμάμαι2. αθετώ τον λόγο μου ή μια υπόσχεση3. παθ. λησμονιέμαι, παύω να λειτουργώ («ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» — αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ, ας ξεχαστεί, ας αχρηστευτεί το δεξί μου χέρι, ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήθω, παράλλ. τ. τού λανθάνω «ξεχνώ, διαφεύγω τής προσοχής»]·
Dictionary of Greek. 2013.